Η θεωρία περί ψυχής στον «Φαίδωνα»
Βρισκόμαστε στον Φλειούντα, πόλη στα νοτιοδυτικά της Κορίνθου, κάπου ανάμεσα στην Σικυωνίδα και την Αργολίδα, δύο ή τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Σωκράτους. Ένας Φλειάσιος, οπαδός του φιλοσόφου Πυθαγόρα, ο Ερράτης, παρακαλεί τον Φαίδωνα, μαθητή του Σωκράτους και αυτόπτη μάρτυρα των τελευταίων στιγμών του μεγάλου δασκάλου, να τού αφηγηθεί το τέλος του Σωκράτους και ό,τι είπε, πριν πεθάνει. Ο Φαίδων δέχεται να μιλήσει και αρχίζει να αφηγείται την συζήτηση, που έγινε στην φυλακή μεταξύ των Σωκράτους και των μαθητών και φίλων του, την τελευταία ημέρα της ζωής του. Έτσι, αρχίζει εκθέτοντας την ψυχολογική κατάσταση και τα ονόματα των παρευρισκομένων (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 1-2).
Οι φίλοι και οι μαθητές του Σωκράτους έρχονται στην φυλακή. Με αφορμή την θλιβερή αποχώρηση της γυναίκας του Ξανθίππης, ο Σωκράτης παρατηρεί, ότι ο στενός σύνδεσμος μεταξύ του ευχάριστου και του λυπηρού θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα κάποιου μύθου του Αισώπου. Ο Κέβης ρωτά τον Σωκράτη, με αφορμή την απορία του ποιητή Ευήνου, γιατί στιχούργησε τους μύθους του Αισώπου στην φυλακή. Ο φιλόσοφος απαντά, ότι το έκανε, επειδή ήθελε να εξηγήσει κάποιο όνειρο του και εύχεται να τον ακολουθήσει και ο Εύηνος σε αυτήν την καλλιτεχνική δραστηριότητα ύστερα από λίγο. Ο Σιμμίας εξεπλάγη, όταν άκουσε από τον φιλόσοφο, ότι επιδιώκει τον θάνατο, και ρωτά μαζί με τον Κέβητα την γνώμη του Σωκράτους για την αυτοκτονία. Ο Σωκράτης, τότε εξηγεί, ότι ο φιλόσοφος αποζητά τον θάνατο, χωρίς να έχει το δικαίωμα να αυτοκτονήσει. Και αυτό γιατί η ψυχή μας βρίσκεται σε μία "φυλακή" και ως κτήματα των θεών που είμαστε, κατά τον Σωκράτη, δεν επιτρέπεται σε καμμία περίπτωση να διαπράξουμε αυθαίρετη απόδραση από αυτήν (την φυλακή) (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 3-6).
Στο άκουσμα των λόγων του Σωκράτους, ότι κανείς δεν πρέπει να αυτοκτονεί, ο Κέβης παρατηρεί, ότι θα ήταν βλακώδες να θέλει ο άνθρωπος να αποχωρίζεται τους θεούς, που φροντίζουν τους ανθρώπους και επιπλέον οι άνθρωποι αποτελούν χτήματα τους. Ρωτάει, έτσι, τον Σωκράτη, γιατί πρέπει να επιθυμούμε τον θάνατο και εκείνος απαντά, ότι η ψυχή και στον Άδη θα βρει, πιθανότατα, ανθρώπους καλύτερους από αυτούς, που είναι στην γη και ασφαλώς θεούς επίσης αγαθούς. Παράλληλα, δεν υπακούει σε σύσταση του δημίου, να διακόψει την συζήτηση (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 7-8).
Ο Σωκράτης, προσπαθώντας να αποκρούσει φαινομενική αντίφαση, λέει, ότι αν ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος, ο φιλόσοφος, επειδή παραμελεί το σώμα και φροντίζει την ψυχή, επειδή χωρίζει δηλαδή το σώμα από την ψυχή, διώχνει τον θάνατο. Έτσι ο φιλόσοφος στην ζωή κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Σ' αυτήν φτάνει όχι με τις αισθήσεις, που μπορεί να τον ξεγελάσουν αλλά μόνο με την σκέψη, δηλαδή μέσω καθαρής διανοητικής εργασίας. Πράγματι το σώμα με τις αδυναμίες του μόνον εμπόδια φέρνει στην ψυχή, που κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Επομένως, η φιλοσοφία είναι εξάσκηση για τον θάνατο. Η αρετή συνίσταται στην απαλλαγή της ψυχής από τις επιθυμίες του σώματος (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 9-11).
Από το προηγούμενο συμπέρασμα του, ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι ο αληθινός φιλόσοφος του οποίου όλη η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο, χαίρεται, όταν πεθαίνει, καθώς μόνον μετά τον θάνατο, όταν δηλαδή η ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, θα βρει την γνώση της αλήθειας. Σύμφωνα με αυτό ο αληθινός φιλόσοφος έχει την αληθινή ανδρεία, αφού δεν φοβάται τον θάνατο, και την αληθινή σύνεση, αφού παραμελεί το σώμα του και τις ηδονές, που αυτό μπορεί να του προσφέρει• αντίθετα η σύνεση και η ανδρεία των πολλών είναι παρωδίες της αρετής και, κατά του ιδρυτές των μυστηρίων, αυτός που θα έχει καθαρθεί, θα κατοικεί στον Άδη με τους θεούς και με αγαθούς φίλους. Επομένως ο φιλόσοφος, που επιζητεί τον θάνατο δεν πρέπει να τον φοβάται (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 12,13).
Σε ένσταση του Κέβητος, ότι η χαρά του φιλοσόφου, όταν πεθαίνει είναι δίκαιολογημένη μόνον υπό την προϋπόθεση, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ο Σωκράτης αναλαμβάνει να αποδείξει, ότι υπάρχει η αθανασία της ψυχής. Συνακόλουθα ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι, κατά γενικό κανόνα, το αντίθετο δίνει γέννηση στο αντίθετο του και εξηγεί στην συνέχεια, ότι κάτι, που είναι μεγάλο, έγινε μεγάλο, εφόσον ήταν προηγουμένως πιο μικρό. Εάν αυτό, λέει, αληθεύει, συνεπάγεται, ότι τα αντίθετα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς σταμάτημα. Π.χ. η κατάσταση της ζωής, αντίθετη στην κατάσταση του θανάτου, διαδέχεται τον θάνατο. Αυτό το πέρασμα από την μία κατάσταση σε μίαν άλλη μπορεί να πραγματοποιηθεί προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, γιατί αν ένα πέρασμα δεν πραγματοποιείτο παρά μόνον προς μία κατεύθυνση, πάντα την ίδια, το κάθε τι θα έβρισκε τελικά μία σύγχυση σε μία ακίνητη μονάδα. Άρα, από την αρχή αυτή, που εφαρμόζεται στην αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, προκύπτει ότι δεν πρέπει μόνο να υπάρχει, όπως το δείχνει η εμπειρία, πέρασμα μόνο από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά επίσης πέρασμα και από τον θάνατο στην ζωή. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι μια εξαφάνιση, αφού οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται κάπου στον Άδη, για να μπορούν να επανέλθουν στην ζωή. Αν δεν υπήρχε η αναβίωση, η μετεμψύχωση, θα είχαμε ευθεία γραμμή από την ζωή στον θάνατο, και όχι κύκλο, οπότε τα πάντα θα εξαφανίζονταν (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 14-17).
0 διάλογος συνεχίζεται με μία παρατήρηση του Κέβητος, που θα φέρει το δεύτερο επιχείρημα. Ο Κέβης λέει, ότι, σύμφωνα με την θεωρία της ανάμνησης, έχουμε οπωσδήποτε μάθει παλαιότερα αυτό, που ξαναβρίσκει το μυαλό μας στο παρόν. Ο Σωκράτης επανέρχεται σε αυτήν την θεωρία και τονίζει, ότι η ανάμνηση παρουσιάζεται, όταν αναφερόμαστε σε μίαν έννοια ιδεατή, την οποία ίσως γνωρίσαμε, προτού να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Αυτό αποδεικνύεται, καθώς οι άνθρωποι, όταν καθοδηγούνται σωστά, βρίσκουν μόνοι του την αλήθεια, την οποία ποτέ πιο πριν δεν διδάχτηκαν στην ζωή. Άλλωστε κάθε ανάμνηση προϋποθέτει προηγούμενη γνώση, η οποία ανακαλείται στην μνήμη, όταν βλέπουμε όμοιες ή παρόμοιες παραστάσεις. Μαζί με την ανάπλαση ομοίων παραστάσεων συνδέεται και η κρίση μας για την ομοιότητα ή μη αυτής της παράστασης προς την παλιότερη' επειδή η λειτουργία των αισθήσεων, από τις οποίες αποκτούμε τις παραστάσεις των αισθήσεων, αρχίζει με την γέννηση, οι ιδέες, με τις οποίες συγκρίνουμε τα αισθητά, είναι ήδη γνωστές, από εκείνη την στιγμή, καθώς θα έχουμε ασφαλώς γνωρίσει αυτές τις ιδέες πριν από την γέννηση.
Αν γνωρίζουμε κάποιες ιδέες πριν από την γέννηση ή αν έχουμε αυτές, καθώς γεννιόμαστε και για όλη μας την ζωή ή αν τις χάσαμε κατά την γέννηση, τις αποκτούμε ύστερα με την βοήθεια των αισθήσεων, με την ανάμνηση, δηλαδή με την ανάπλαση από όμοια ή ανόμοια.
Αν, λοιπόν, η πρώτη απόδειξη ήταν σωστή, τότε οι άνθρωποι για όλη τους την ζωή θα κατέχουν την γνώση της αλήθειας. Η πείρα, όμως, διαψεύδει αυτό ακριβώς. Από εδώ αληθεύει η δεύτερη. Οι ψυχές έλαβαν την γνώση πριν από την γέννηση μας και, όπως ήδη αποδείχτηκε, έχουν γνωστική δύναμη. Άρα προϋπάρχουν της γεννήσεως. Μία τρίτη υπόθεση, ότι δηλαδή παίρνουμε την γνώση κατά την γέννηση και την αποβάλλουμε αμέσως κατά την διάρκεια της, είναι γελοία. Είναι ανάγκη, λοιπόν, μετά από αυτήν την λογική αναγκαιότητα, κατά την οποία δεχόμαστε την ύπαρξη των ιδεών και την γνώση τους πριν από την γέννηση μας, να δεχτούμε, ότι η ψυχή μας, αυτή που γνωρίζει αυτά, προϋπήρξε της γεννήσεως μας (Κεφ. 18-22).
Στην ερώτηση του Κέβητος σχετικά με την ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο, ο Σωκράτης απαντά, ότι, όπως αποδείξαμε μέχρι τώρα "ό,τι ζη γεννιέται απ' αυτό, που είναι πεθαμένο". Άρα, αν η ψυχή υπάρχει πριν από την γέννηση και αν γεννιέται, όταν έρχεται στην ζωή, αυτή της η γέννηση δεν έχει άλλη προέλευση παρά την κατάσταση του θανάτου. Τότε πώς δεν είναι απαραίτητο η ψυχή να υπάρχει, ιδίως μετά τον θάνατο της, μια και οφείλει να ξαναγεννηθεί;
Ο Σωκράτης κάνει εδώ την σύνδεση των δύο επιχειρημάτων: Των αντιθέτων και της ανάμνησης. Αν η ανάμνηση αποδεικνύει την ύπαρξη των ψυχών, το επιχείρημα των αντιθέτων αποδεικνύει, ότι οι ψυχές, που επιζούν, είναι εκείνες των πεθαμένων. Αν η ψυχή υπάρχει πριν από την ενσώματη ζωή και αν δεν μπορεί να έρθει στην ζωή από καμιά άλλη κατάσταση παρά μόνον από τον θάνατο, είναι απαραίτητο, αφού εγκαταλείψει το σώμα, να συνεχίζει να ζη, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί στην ζωή. Η ανάμνηση χρησιμοποιείται για την ολοκλήρωση του πρώτου επιχειρήματος. Η ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο χαρακτηρίζεται, όπως άλλωστε και στην πρωτύτερη ύπαρξη της, από την ικανότητα της σκέψης.
Tα δύο πρώτα επιχειρήματα αποτελούν ένα σύνολο, αλλά η απόδειξη της αθανασίας της ψυχής είναι ακόμα ελλιπής, όπως προσδιορίζει ο Πλάτων, δείχνοντας, ότι ο Σιμμίας και ο Κέβης δεν έχουν ακόμα πειστεί, πώς η ψυχή μπορεί να διατηρηθεί μετά τον θάνατο. Για να συμπληρωθεί η σκέψη, δεν μένει παρά να αποδειχτεί, ότι η ψυχή ανήκει στην φύση των εννοιών, είναι άρα απλή και ασώματη (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ.23).
Η βάση, στην οποία στηρίζεται το τρίτο επιχείρημα είναι, ότι "το όμοιο είναι γνωστό από το όμοιο". Είναι ανάγκη, όμως, να μελετηθεί βαθύτερα το θέμα του θανάτου, με σκοπό να νικηθεί τελικά ο φόβος του. Ο Σωκράτης επιχειρεί την απόδειξη του τρίτου επιχειρήματος λέγοντας, πως κάθε τι σύνθετο μπορεί να διαλυθεί, κάθε απλό, όμως, είναι αδιάλυτο. Αυτό, που αλλοιώνεται συνεχώς, είναι σύνθετο, ενώ το αναλλοίωτο είναι απλό. Tα αισθητά είναι αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ οι ιδέες, που είναι αόρατες, γίνονται αντιληπτές με το πνεύμα.
Από τα όντα άλλα είναι ορατά και άλλα αόρατα, και από αυτά τα ορατά είναι μεταβλητά, ενώ τα αόρατα αμετάβλητα και αναλλοίωτα. Από αυτά τα δύο συστατικά του ανθρώπου είναι: το σώμα ορατό και η ψυχή αόρατη. Επειδή, όμως, τις ιδέες τις αντιλαμβανόμαστε μόνο με την ψυχή - και τις αντιλαμβανόμαστε καλύτερα, όσο περισσότερο η ψυχή είναι απαλλαγμένη από την επιρροή του σώματος - η ψυχή είναι όμοια με τις αθάνατες και αναλλοίωτες ιδέες, ενώ το σώμα με τα αισθητά.
Επειδή η ψυχή μοιάζει με το θείο και την αρχικότητα, συνεπάγεται ότι, αφού είναι όμοια με το θείο και τις ιδέες, έχει και όλες τις ιδιότητες τους. Είναι δηλαδή θεία, αθάνατη, νοητή, απλή, αδιάλυτος, καθώς δεν μπορεί να διαλυθεί από τον άνεμο και αναλλοίωτη. Το αντίθετο είναι το σώμα.
Έτσι το σώμα είναι διαλυτό, η ψυχή αδιάλυτη, αλλά αν κάποια σώματα και ιδίως κάποια τμήματά τους είναι και μετά τον θάνατο αδιάλυτα, όπως τα ταριχευμένα σώματα, π.χ. τα οστά, σχεδόν αθάνατα, πολύ περισσότερο αθάνατη οφείλει να είναι η ψυχή, και μάλιστα αν έμενε κατά την ζωή καθαρή από το σώμα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 24-29).
Στο σημείο αυτό τίθεται το ζήτημα, του τί περιμένει τις ψυχές μετά τον θάνατο, και της μετεμψύχωσης. Οι ψυχές των φαύλων, καθώς είναι συνδεδεμένες με τα σώματα και βεβαρημένες από τις επιθυμίες τους, έλκονται στην γη και μετά τον θάνατο, ώσπου να ενταχθούν σε νέο σώμα. Έτσι, οι ψυχές αυτών εντάσσονται σε σώματα ζώων, που έχουν ανάλογα ήθη με αυτές
Στους θεούς φτάνουν μόνον οι αληθινοί φιλόσοφοι, αυτοί που αυστηρά απέχουν από τις σωματικές επιθυμίες και έχουν καθάρει την ψυχή τους με την φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, όταν βρίσκει την ψυχή του φιλοσόφου φυλακισμένη στο σώμα και αξιοθρήνητη, ζητά να λύσει τα δεσμά της, με το να διδάσκει, ότι οι αισθήσεις είναι απατηλές, οι ηδονές και οι λύπες την καθηλώνουν στο σώμα, με το οποίο αναγκάζεται να γίνει ομόδοξη, ομότροπη και ομότροφη, ανίκανη να ανέλθει στην κοινωνία των θεών. Μόνον η φρόνηση οδηγεί στην αλήθεια.
Η ψυχή, που καθοδηγείται από την φιλοσοφία και επιδιώκει την καθαρή αλήθεια στην ζωή, μετά τον θάνατο απέρχεται στους θεούς, χωρίς να φοβάται μήπως στην πορεία διαλυθεί από τους ανέμους (Πλάτωνος, Φαίδων, Κεφ. 30-34).
Ενώ όλοι σιωπούν, ο Σιμμίας και ο Κέβης είναι στενοχωρημένοι. Αμφιβάλλουν και διστάζουν να μιλήσουν. Ο Σωκράτης, όμως, που το κατάλαβε, τους προτρέπει να μιλήσουν χωρίς δισταγμό. Ο Σιμμίας, λοιπόν, συγκρίνει την ψυχή με την αρμονία και το σώμα με την λύρα και τις χορδές της. Λέει, ότι η αρμονία είναι πράγμα αόρατο, ασώματο, τέλειο στην κουρδισμένη λύρα, αλλά η λύρα αυτή καθαυτή και οι χορδές της είναι σώματα, επομένως συγγενικά με την θνητή φύση. Ας υποθέσουμε, ότι η λύρα σπάει και ότι οι χορδές της κόβονται. Η αρμονία θα καταστραφεί. Τότε ποιο θα είναι το πρώτο πράγμα, που θα δεχτεί την φθορά; Η αρμονία ή η λύρα; (Κεφ. 35-36).
0 Κέβης δέχεται, ότι η ψυχή είναι ισχυρότερη και πιο μακρόζωη από το σώμα, αλλά νομίζει, ότι και αυτή στο τέλος, καθώς διέρχεται μέσα από πολλά σώματα εξαντλείται και πεθαίνει. Όπως ο υφαντής, αφού υφάνει πολλά ιμάτια και τα κατατρίψει, στο τέλος πεθαίνει, έτσι και η ψυχή αφού φθαρεί σε πολλά σώματα, στο τέλος εξαντλείται η ίδια και φθείρεται. Με αυτήν την αντίρρηση οι παρευρισκόμενοι, αν και προηγουμένως είχαν πεισθεί, τώρα αρχίζουν να δυσπιστούν. Ο Εχεκράτης, που διακόπτει τον Φαίδωνα κατά την αφήγηση του, δικαιώνει αυτούς (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 37,38).
0 Σωκράτης παραδέχεται, ότι το ζήτημα δεν είναι απλό και προσπαθεί όλους να τους ενθαρρύνει. Μόνο μία ατυχία δεν πρέπει να τους καταβάλλει: μεταξύ των επιχειρημάτων συμβαίνει, ό,τι συμβαίνει και μεταξύ των ανθρώπων. Από αυτούς πολλοί είναι μέτριοι αλλά ελάχιστοι οι εξαιρετικοί. Δεν πρέπει λοιπόν να μιλούν με μισόλογα, αλλά να ζητήσουν νέα επιχειρήματα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 39-40).
Ο Σωκράτης επαναλαμβάνει την άποψη του Σιμμία και αποδεικνύει: α) ότι αυτή βρίσκεται σε αντίφαση προς την θεωρία της ανάμνησης, γιατί αν η ψυχή ήταν αρμονία, δεν θα ήταν νοητή η προΰπαρξη της ψυχής, β) ότι η αρμονία έχει διάφορους βαθμούς, ενώ η ψυχή δεν έχει, γ) ότι αν η -ψυχή ήταν αρμονία, θα έπρεπε να ακολουθεί τα μέρη στα οποία βρίσκεται, ενώ η ψυχή εναντιώνεται στο σώμα. Η ψυχή, άρα είναι δύναμη, η οποία εξουσιάζει και διευθύνει το σώμα (Κεφ. 41-43).
Μετά από αυτά ο Σωκράτης έρχεται στην αντίρρηση του Κέβητος, ο οποίος παραδέχεται την ύπαρξη της ψυχής αλλά αρνείται την αθανασία της. Έτσι, ο μεγάλος φιλόσοφος εκθέτει, πώς κατέληξε να παραδεχτεί την θεωρία των ιδεών. Η φυσική φιλοσοφία των Ιώνων εξετάζει, βέβαια, πλήθος δευτερευόντων στοιχείων ως αιτίων, αλλά δεν φτάνει στην πρώτη αιτία. Ο Αναξαγόρας παραδέχεται, βέβαια, ότι ο νους είναι αιτία όλων των πραγμάτων, αλλά συγχρόνως απέδιδε την αιτία στον αέρα, τον αιθέρα και σε άλλα. Έτσι ο Σωκράτης αναγκάστηκε να χαράξει ίδια πορεία και να λύσει το πρόβλημα, που τον απασχολεί. Αιτία λοιπόν της γέννησης και της φθοράς αλλά και της ύπαρξης είναι μόνον η ιδέα, η ιδανική και η απόλυτη ύπαρξη με την παρουσία και κοινωνία της οποίας είναι ο,τιδήποτε είναι και γίνονται, όσα γίνονται (Πλάτωνος, Φαίδων Κεφ. 44-49).
Η δεύτερη απόδειξη των αντιθέτων έχει ως εξής; Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, μόνον επειδή συμμετέχει σε μίαν ορισμένη ιδέα. Καμμία ιδέα δεν μπορεί να δεχτεί το αντίθετο της. Χωρίς αμφιβολία, ένα συγκεκριμένο υποκείμενο μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά η ιδέα της μεγαλοσύνης σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δεχτεί την μικρότητα ή και το αντίθετο. Έτσι, τα συγκεκριμένα και ατομικά πράγματα, των οποίων η ουσία υπονοεί μόνον τον ένα από τους δύο αντίθετους όρους, είναι απρόσιτα το ένα στο άλλο. Δεν είναι μόνον η ιδέα της ομοιότητας, που δεν θα μπορούσε να δεχτεί την ιδέα της ανομοιότητας, αλλά ένας οποιοσδήποτε ζυγός αριθμός δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει μονός ή, ακόμα, to χιόνι δεν είναι περισσότερο προσιτό στην ζέστη απ' ότι η ιδέα του κρύου σε αυτήν του ζεστού.
Άρα η ψυχή έχει για ουσία την ζωή, την οποία φέρει παντού μαζί της. Απορρίπτει επομένως το αντίθετο της, τον θάνατο, και όπως δεν υπάρχει άλλο δυνατό ξαναγέννημα της ζωής παρά μόνο ο θάνατος, η "ψυχή είναι άφθαρτη (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 50-56).
Μετά από αυτά ο Πλάτων περιγράφει, όπως φαντάζεται, την Γη εσωτερικά κα εξωτερικά, καθώς και την κρίση των ψυχών στον Άδη. Εκεί οι ψυχές των κακών, αναλόγως, βέβαια, με τα εγκλήματα, που έκαναν στη ζωή, θα τιμωρηθούν ή θα καθαρθούν, ενώ οι ψυχές των αγαθών θα αμειφθούν και περισσότερο όσες καθάρθηκαν στην Γη με την φιλοσοφία (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 57-63)
Επειδή η ώρα του θανάτου του Σωκράτους πλησίαζε, ο Κρίτων ζήτησε από αυτόν να τού πει τις τελευταίες επιθυμίες του. Ο Σωκράτης εγκαταλείπει το δωμάτιό του, για να λουστεί και οι μαθητές του θρηνούν. Μόλις επέστρεψε, ο υπηρέτης των ένδεκα τον ειδοποίησε να ετοιμαστεί. Ο Σωκράτης, χωρίς να περιμένει την δύση, ζητάει να τού φέρουν το κώνειο. Το πίνει ατάραχος, ενθαρρύνει του μαθητές του και πεθαίνει ήσυχος. Ο Φαίδων τελειώνει την αφήγησή του, μιλώντας με συγκινητικό τρόπο για τον δάσκαλό του (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 64-67).