Άλλο πράγμα η αλήθεια, άλλο η κακία
Άλλο πράγμα η αλήθεια, άλλο η κακία Γράφει η Ελευθερία Παπασάββα
Το πρόσωπο του έχει ξεχαστεί, άλλωστε έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Το πρόσωπο του συγκεκριμένου ανθρώπου θα το ξεχνούσε ο οποιοσδήποτε ακόμη και την επόμενη μέρα. Δεν είχε ήθος. Παιδεία. Απλό. Η μοναδική κουβέντα που μου είχε απευθύνει όμως ηχεί σαν χτεσινή. «Το ξέρεις ότι θα πεθάνει, ε;» Αν το μοναδικό πράγμα που ήξερα δεν ήταν αυτό, θα μπορούσε να στηθεί ολόκληρος διάλογος εκείνη τη στιγμή. Κι αν το σκηνικό δεν ήταν νοσοκομείο, ολόκληρος τσακωμός θα έλεγα.
Τι άλλο να «ξέρεις» μέσα στο δωμάτιο ενός ασθενούς που βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο ενός μεταστατικού καρκίνου που εδώ και λίγες ώρες έχει πέσει σε κώμα; Ότι θα ζήσει; Πόσο κακοήθης μπορεί να είναι μια τέτοια πρόθεση! Γιατί η πρόθεση του γιατρού εκείνου δεν ήταν να ενημερώσει έναν ανυποψίαστο συγγενή, αλλά να συνθλίψει την ψυχολογία ενός ανέκαθεν ενήμερου ενήλικα, από τη θέση ισχύος από την οποία μιλούσε. Εκείνη του γιατρού-«θεού». Αν τον ρωτούσε ένας συνάδελφος γιατί το είπε, θα απαντούσε αδιάφορα ότι είπε απλά την «αλήθεια».
Από τότε αυτή τη μορφή «αλήθειας» τη συνάντησα πολλές φορές πάνω σε διάφορα πρόσωπα. Είναι η «αλήθεια» που μαθαίνεις να ξεχωρίζεις κάθε φορά κι ευκολότερα όσο αποκτάς εξοικείωση με την άλλη, την πραγματική αλήθεια. Γιατί τελικά υπάρχουν δύο αλήθειες. Η μία, η κανονική, αυτή που όταν την χρησιμοποιείς λέγεσαι ειλικρινής, ευθύς, διάφανος. Και υπάρχει η άλλη, η «αλήθεια» πίσω από την οποία βγάζεις αγένεια, κακία, σύμπλεγμα, μειονεξία, μικροπρέπεια.
Έτσι, είναι μία μορφή «αλήθειας» να πεις στον άλλον «μοιάζεις με θλιμμένο καναρίνι μ’ αυτή τη μπλούζα». Μπορεί και να μοιάζει. Είναι όμως εξίσου αληθινό να πεις «μήπως να δοκίμαζες ένα άλλο χρώμα;» Είναι εύκολο να πεις σε κάποιος «ε, έχω δει και χειρότερα», είναι όμως εξίσου εύκολο (αν είσαι φτιαγμένος από άλλο υλικό) να πεις «μ’ αυτόν τον τρόπο θα φαινόταν καλύτερο». Είναι εφικτό να πεις, ως γνήσιος προφήτης, σε κάποιον «με τις επιλογές αυτές που κάνεις θα μείνεις μόνος στη ζωή σου» και ίσως είναι και μια φρικτά πιθανή πραγματικότητα. Ποιος ο λόγος όμως να πληγώσεις έναν άνθρωπο; Μπορείς κάλλιστα να του εξηγήσεις ότι μ’ έναν άλλον χειρισμό των πραγμάτων μάλλον θα έχει καλύτερη ποιότητα ζωής. Το σίγουρο είναι ότι μ’ αυτόν τον δεύτερο τρόπο ΚΑΙ οι δύο δε θα μείνετε μόνοι στη ζωή.
Αυτήν την κατηγορία εκφραστών της «αλήθειας» τη συναντάς σε διάφορες ιδιότητες. Είναι οι χειριστικοί εκείνοι γονείς που παραβιάζουν την παιδικότητα και τη φυσική αφέλεια των παιδιών χρησιμοποιώντας λεκτική βία στο όνομα κάποιας «αλήθειας». Είναι οι υποτιθέμενοι «φίλοι» που δε χρωστούν καλή κουβέντα για κανέναν και που σε πληγώνουν σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε σου στραβοπάτημα, σε κάθε σου αδυναμία, με τη λογική του ότι «δε χαϊδεύουν αυτιά». Από το να χαϊδεύεις αυτιά μέχρι το να χτυπάς με λόγια υπάρχει τεράστια απόσταση. Αλλά αυτό είναι κάτι που δε γνωρίζουν οι «ειλικρινείς φίλοι» μας. Αντίθετα, μας φλομώνουν με την ταλαιπωρημένη εκείνη ατάκα «είμαι ο εαυτός μου, λέω αλήθειες κι αυτό δεν αρέσει» για να εκτονώσουν κάθε μικρόψυχη τάση τους. Όχι. Nα μην είσαι ο εαυτός σου, αν ο εαυτός σου είναι έτσι. Να είσαι κάτι άλλο, κάτι καλό, αν θες κάτι να είσαι. Μπορείς;
Αυτού του είδους την ειλικρίνεια ονομάζει η Μ. Βαμβουνάκη «φονική ειλικρίνεια» και διακρίνει τους «ειλικρινείς» σε δύο κατηγορίες. Στους κουτούς, εκείνους δηλαδή που κινούνται με το γράμμα του νόμου και κρίνουν χωρίς να έχουν σφαιρική άποψη των πραγμάτων. Χωρίς να ξέρουν τη δική σου οπτική, το πώς αισθάνεσαι ή το πώς εσύ αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα. Και υπάρχουν και οι σκληροί, ψυχροί άνθρωποι, οι σαδιστές του λόγου, που αρέσκονται να πετούν χολή για οτιδήποτε διακρίνουν. «…Μαχαιρώνουν τον άλλον εκσφενδονίζοντάς του άκριτα και ανάλγητα “ειλικρίνειες”. Και, επιπλέον, ικανοποιούνται σαδιστικά που πληγώνουν, ενώ ζητούν συγχαρητήρια για τη ντομπροσύνη τους. Πρόκειται για μιαν από τις πιο αντιπαθείς περιπτώσεις υποκρισίας… Συχνά ένα ψέμα από καλοσύνη είναι πολύ πιο αληθινό από την ειλικρίνεια όλων αυτών.» (Ο Παλιάτσος και η Άνιμα, 2006)
Υπάρχει πάντα κι ένας άλλος τρόπος. Ασφαλής και με βεβαιωμένα κρυμμένο ήθος. Να το βουλώσεις. Να μη σερβίρεις στον άλλον την περιβόητη «αλήθεια» σου. Να μη του μιλήσεις σκληρά κι επικριτικά επικαλούμενος «αλήθειες» και «ειλικρίνειες». Να το βουλώσεις, αγαπητέ. Αν δεν μπορείς να είσαι καλοπροαίρετος, βούλωσέ το. Μερικές φορές η αλήθεια υπάρχει στην αίσθηση και την αντίληψη του άλλου και δε χρειάζεται να την ακούσει από σένα. Και σίγουρα η αντικειμενική αλήθεια δεν έχει αφετηρία στο δικό σου στόμα. Μπορεί να μην πρέπει να ειπωθεί, να μην είναι ο χρόνος της ώριμος για να συζητηθεί. Μπορεί, όμως, και να κάνεις λάθος. Ποιος ο λόγος να γίνεσαι σκατόψυχος; Αν δεν σ’ αρέσει κάποιος ή κάτι, το/τον παρατάς. Γυρνάς πλάτη και οπίσθια και δεν ασχολείσαι. Το να εμμένεις σ’ αυτό ξεστομίζοντας «αλήθειες» σε κάνει γραφικό. Κι αυτό είναι αλήθεια. Χωρίς εισαγωγικά.
Το πρόσωπο του έχει ξεχαστεί, άλλωστε έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Το πρόσωπο του συγκεκριμένου ανθρώπου θα το ξεχνούσε ο οποιοσδήποτε ακόμη και την επόμενη μέρα. Δεν είχε ήθος. Παιδεία. Απλό. Η μοναδική κουβέντα που μου είχε απευθύνει όμως ηχεί σαν χτεσινή. «Το ξέρεις ότι θα πεθάνει, ε;» Αν το μοναδικό πράγμα που ήξερα δεν ήταν αυτό, θα μπορούσε να στηθεί ολόκληρος διάλογος εκείνη τη στιγμή. Κι αν το σκηνικό δεν ήταν νοσοκομείο, ολόκληρος τσακωμός θα έλεγα.
Τι άλλο να «ξέρεις» μέσα στο δωμάτιο ενός ασθενούς που βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο ενός μεταστατικού καρκίνου που εδώ και λίγες ώρες έχει πέσει σε κώμα; Ότι θα ζήσει; Πόσο κακοήθης μπορεί να είναι μια τέτοια πρόθεση! Γιατί η πρόθεση του γιατρού εκείνου δεν ήταν να ενημερώσει έναν ανυποψίαστο συγγενή, αλλά να συνθλίψει την ψυχολογία ενός ανέκαθεν ενήμερου ενήλικα, από τη θέση ισχύος από την οποία μιλούσε. Εκείνη του γιατρού-«θεού». Αν τον ρωτούσε ένας συνάδελφος γιατί το είπε, θα απαντούσε αδιάφορα ότι είπε απλά την «αλήθεια».
Από τότε αυτή τη μορφή «αλήθειας» τη συνάντησα πολλές φορές πάνω σε διάφορα πρόσωπα. Είναι η «αλήθεια» που μαθαίνεις να ξεχωρίζεις κάθε φορά κι ευκολότερα όσο αποκτάς εξοικείωση με την άλλη, την πραγματική αλήθεια. Γιατί τελικά υπάρχουν δύο αλήθειες. Η μία, η κανονική, αυτή που όταν την χρησιμοποιείς λέγεσαι ειλικρινής, ευθύς, διάφανος. Και υπάρχει η άλλη, η «αλήθεια» πίσω από την οποία βγάζεις αγένεια, κακία, σύμπλεγμα, μειονεξία, μικροπρέπεια.
Έτσι, είναι μία μορφή «αλήθειας» να πεις στον άλλον «μοιάζεις με θλιμμένο καναρίνι μ’ αυτή τη μπλούζα». Μπορεί και να μοιάζει. Είναι όμως εξίσου αληθινό να πεις «μήπως να δοκίμαζες ένα άλλο χρώμα;» Είναι εύκολο να πεις σε κάποιος «ε, έχω δει και χειρότερα», είναι όμως εξίσου εύκολο (αν είσαι φτιαγμένος από άλλο υλικό) να πεις «μ’ αυτόν τον τρόπο θα φαινόταν καλύτερο». Είναι εφικτό να πεις, ως γνήσιος προφήτης, σε κάποιον «με τις επιλογές αυτές που κάνεις θα μείνεις μόνος στη ζωή σου» και ίσως είναι και μια φρικτά πιθανή πραγματικότητα. Ποιος ο λόγος όμως να πληγώσεις έναν άνθρωπο; Μπορείς κάλλιστα να του εξηγήσεις ότι μ’ έναν άλλον χειρισμό των πραγμάτων μάλλον θα έχει καλύτερη ποιότητα ζωής. Το σίγουρο είναι ότι μ’ αυτόν τον δεύτερο τρόπο ΚΑΙ οι δύο δε θα μείνετε μόνοι στη ζωή.
Αυτήν την κατηγορία εκφραστών της «αλήθειας» τη συναντάς σε διάφορες ιδιότητες. Είναι οι χειριστικοί εκείνοι γονείς που παραβιάζουν την παιδικότητα και τη φυσική αφέλεια των παιδιών χρησιμοποιώντας λεκτική βία στο όνομα κάποιας «αλήθειας». Είναι οι υποτιθέμενοι «φίλοι» που δε χρωστούν καλή κουβέντα για κανέναν και που σε πληγώνουν σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε σου στραβοπάτημα, σε κάθε σου αδυναμία, με τη λογική του ότι «δε χαϊδεύουν αυτιά». Από το να χαϊδεύεις αυτιά μέχρι το να χτυπάς με λόγια υπάρχει τεράστια απόσταση. Αλλά αυτό είναι κάτι που δε γνωρίζουν οι «ειλικρινείς φίλοι» μας. Αντίθετα, μας φλομώνουν με την ταλαιπωρημένη εκείνη ατάκα «είμαι ο εαυτός μου, λέω αλήθειες κι αυτό δεν αρέσει» για να εκτονώσουν κάθε μικρόψυχη τάση τους. Όχι. Nα μην είσαι ο εαυτός σου, αν ο εαυτός σου είναι έτσι. Να είσαι κάτι άλλο, κάτι καλό, αν θες κάτι να είσαι. Μπορείς;
Αυτού του είδους την ειλικρίνεια ονομάζει η Μ. Βαμβουνάκη «φονική ειλικρίνεια» και διακρίνει τους «ειλικρινείς» σε δύο κατηγορίες. Στους κουτούς, εκείνους δηλαδή που κινούνται με το γράμμα του νόμου και κρίνουν χωρίς να έχουν σφαιρική άποψη των πραγμάτων. Χωρίς να ξέρουν τη δική σου οπτική, το πώς αισθάνεσαι ή το πώς εσύ αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα. Και υπάρχουν και οι σκληροί, ψυχροί άνθρωποι, οι σαδιστές του λόγου, που αρέσκονται να πετούν χολή για οτιδήποτε διακρίνουν. «…Μαχαιρώνουν τον άλλον εκσφενδονίζοντάς του άκριτα και ανάλγητα “ειλικρίνειες”. Και, επιπλέον, ικανοποιούνται σαδιστικά που πληγώνουν, ενώ ζητούν συγχαρητήρια για τη ντομπροσύνη τους. Πρόκειται για μιαν από τις πιο αντιπαθείς περιπτώσεις υποκρισίας… Συχνά ένα ψέμα από καλοσύνη είναι πολύ πιο αληθινό από την ειλικρίνεια όλων αυτών.» (Ο Παλιάτσος και η Άνιμα, 2006)
Υπάρχει πάντα κι ένας άλλος τρόπος. Ασφαλής και με βεβαιωμένα κρυμμένο ήθος. Να το βουλώσεις. Να μη σερβίρεις στον άλλον την περιβόητη «αλήθεια» σου. Να μη του μιλήσεις σκληρά κι επικριτικά επικαλούμενος «αλήθειες» και «ειλικρίνειες». Να το βουλώσεις, αγαπητέ. Αν δεν μπορείς να είσαι καλοπροαίρετος, βούλωσέ το. Μερικές φορές η αλήθεια υπάρχει στην αίσθηση και την αντίληψη του άλλου και δε χρειάζεται να την ακούσει από σένα. Και σίγουρα η αντικειμενική αλήθεια δεν έχει αφετηρία στο δικό σου στόμα. Μπορεί να μην πρέπει να ειπωθεί, να μην είναι ο χρόνος της ώριμος για να συζητηθεί. Μπορεί, όμως, και να κάνεις λάθος. Ποιος ο λόγος να γίνεσαι σκατόψυχος; Αν δεν σ’ αρέσει κάποιος ή κάτι, το/τον παρατάς. Γυρνάς πλάτη και οπίσθια και δεν ασχολείσαι. Το να εμμένεις σ’ αυτό ξεστομίζοντας «αλήθειες» σε κάνει γραφικό. Κι αυτό είναι αλήθεια. Χωρίς εισαγωγικά.