Οι τρόποι συμπεριφοράς αποκαλύπτουν τον αληθινό χαρακτήρα του...
Οι τρόποι συμπεριφοράς αποκαλύπτουν τον αληθινό χαρακτήρα του... Μήπως ο άνθρωπος κρίνεται από αυτό που υποκρίνεται;
Η επιφάνεια πιο συχνά καλύπτει παρά αποκαλύπτει. Όσο περισσότερο στίλβουσα είναι, τόσο πιθανότερο είναι να κρύβει βούρκο παρά πλούτο.
Υπάρχει ακόμη κι ο φόβος. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν κρίνουν, ούτε συγκρίνουν, κατακρίνουν. Αυτό υποχρεώνει τον άλλον άνθρωπο —που δε θέλει να εκτεθεί στα βέλη μιας κακόβουλης κριτικής— να υιοθετεί έναν τρόπο ζωής, που δεν τον εκφράζει, που παραποιεί την πραγματική του υπόσταση. Ίσως, λοιπόν οι άνθρωποι να υποκρίνονται, επειδή κρίνονται και μάλιστα όχι με τρόπο καλοπροαίρετο.
«Η υποκρισία είναι ο σεβασμός που προσφέρει η κακία στην αρετή», είχε πει ο Λούθηρος. Όποιος υποκρίνεται, στο βάθος αισθάνεται ότι προδίδει τον εαυτό του ή κάποιες αξίες. Αφού δεν μπορεί να είναι καλός, τουλάχιστον προσπαθεί να φαίνεται. Είναι κι αυτό ένας ελάχιστος φόρος τιμής στην αρετή. Αλλά δεν αρκεί. Η γνησιότητα είναι η δύναμη των γενναίων, η υποκρισία είναι η «δύναμη» των αδυνάτων ή των συμφεροντολόγων. Κι είναι θλιβερό η εντός εισαγωγικών δύναμη ν’ αποδεικνύεται δυνατότερη από την ειλικρινή και ανυπόκριτη συμπεριφορά.
Αλλ’ ο κόσμος δυστυχώς έχει μάθει να κρίνει περισσότερο με τ’ αυτιά και λιγότερο με το μυαλό. Σύμφωνα με το γνωστό μύθο του Κρυλώφ, κάποτε δυο βαρέλια κύλησαν σ’ έναν κατηφορικό δρόμο. Το γεμάτο κυλούσε αθόρυβα, ενώ το άδειο παταγούσε εκκωφαντικά. Στην εποχή μας – μια εποχή πάταγου και ιλίγγου – βρίσκει τεράστια ανταπόκριση η άποψη ότι όσο πιο ελαφρός είσαι τόσο ψηλότερα ανεβαίνεις και ότι όσο πιο εντυπωσιακό είναι το περιτύλιγμα τόσο πιο έντονο και κυρίως αποτελεσματικό είναι το θάμβος που προκαλείς. Έτσι, η συμπεριφορά συχνά καταντά επίπλαστη, συχνά καλύπτεται από μια επίφαση ευγένειας και λεπτότητας, που ρίχνει στις διαπροσωπικές σχέσεις ένα εσπέριο φως, ένα μισόφωτο που παραπλανά και δεν αφήνει τον άνθρωπο να δει τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση.
Είναι γεγονός ότι πολλές φορές ισχύει αυτό που έλεγε ο Μπυφόν: «Le styl c’ est l’homme»(=το ύφος είναι ο άνθρωπος). Ο λόγος και οι πράξεις απηχούν όλο το πνευματικό και ηθικό εποικοδόμημα του ατόμου, όταν βέβαια το ύφος εξισούται με το ήθος. Όταν όμως σήμερα τα πάντα γίνονται «προς το θεαθήναι», έχουμε χρέος ν’ αναρωτηθούμε, μήπως τελικά ο άνθρωπος κρίνεται από αυτό που υποκρίνεται. Μήπως τελικά οι τρόποι της συμπεριφοράς μοιάζουν κάποιες φορές με τα κουδούνια του παζαριού, που τα χτυπάς για να προσκαλείς τους εύπιστους —που είναι και πιο επιρρεπείς στην πλάνη — και ν’ αποσπάς ένα θαυμασμό, στο βάθος κούφιο.
Το πρότυπο του ανθρώπου της «πρώτης εντύπωσης», που τόσο έντονα «πλασάρεται» από τα συστήματα προβολής, δημιουργεί ανθρώπους, που κατασκευάζουν επιφάνειες. Ωστόσο, όπως ο σαλίγκαρος είναι αιχμάλωτος του καβουκιού του, έτσι κι αυτοί είναι αιχμάλωτοι του σκοπιμοθηρικού κομφορμισμού τους. Η φορτική ευγένεια, η μειλιχιότητα, οι περιττές φιλοφρονήσεις κρύβουν ευτελείς κόλακες, που θυμίζουν νάνους γελωτοποιούς μεσαιωνικού άρχοντα. Χρειάζεται, χωρίς αμφιβολία, μεγάλη πείρα και διεισδυτικότητα, για να δει κανείς τί κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σήμερα, που θέλει μεγάλη τέχνη να ζήσεις και πιο μεγάλη να επιζήσεις, η προσποίηση έγινε στάση ζωής. Είναι το προϊόν μιας κοινωνίας που βασίστηκε στο φόβο της αλήθειας και αγκιστρώθηκε στο ψέμα. Τα συστήματα προβολής θέλουν και θέτουν το ιδεώδες του «επιτυχημένου» ανθρώπου να θεμελιώνεται στο αξίωμα: «Πουλάω το μέσα για ν’ αγοράσω το έξω». Με την υποκρισία κερδίζει ο εξωτερικός άνθρωπος και χάνει ο εσωτερικός.
Παρασυρμένος, λοιπόν, από αυτά τα σαθρά πρότυπα, ο άνθρωπος του καιρού μας, δεν έχει καιρό να «κτίσει» πρόσωπο. Φτιάχνει έναν πλαστικό χαρακτήρα, που τον βοηθά να κρύβει τον πραγματικό εαυτό του, να φορά προσωπεία —τις περισσότερες φορές άτεχνα— και να καταντά απρόσωπος. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θεωρεί φυσικό το αφύσικο. Βιάζει τις έμφυτες, εσώτερες τάσεις του για αυθορμητισμό, ελεύθερη έκφραση και φορά την «αόρατη στολή του βασιλιά», που δεν μπορεί να κρύψει τη γυμνότητα του. Ο χρόνος είναι ο εχθρός της προσποίησης. Κάποτε κάποιο παιδικό βλέμμα -η καθαρή ματιά— θα δει και θα φωνάξει πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Και τότε ο άνθρωπος θα κριθεί από αυτό που είναι και όχι από αυτό που παριστάνει ότι είναι.
Μετά την παρουσία του Λουΐτζι Πιραντέλο ακόμη και τα θεατρικά πρόσωπα διεκδικούν το δικαίωμα να έχουν το δικό τους πρόσωπο κι όχι το πρόσωπο που τους βάζει ο συγγραφέας. Μόνο στο θέατρο της ζωής τα πρόσωπα αποδέχονται παθητικά το προσωπείο, και παύουν να είναι πρόσωπα. Γίνονται «προσωπικότητες». Συνήθως αυτή η μάσκα κρύβει σαθρότητα. Είναι καλό να δυσπιστούμε προς τους εντυπωσιακούς ανθρώπους. Αλλά και η δυσπιστία χρειάζεται μέτρο. Γιατί όπως η ευπιστία ανοίγει τη θύρα της πλάνης, έτσι και η δυσπιστία μπορεί να μας οδηγήσει σ’ εσφαλμένες εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι, που εμφανίζονται κυνικοί, για να μη δώσουν την ευχέρεια σε άλλους να τους πληγώσουν.
Υπάρχουν ακόμη και οι άνθρωποι που η θέση ή το αξίωμα, τους υποχρεώνει να θωρακίσουν ή να καταπνίξουν τους εσωτερικούς κραδασμούς, για να εκπληρώσουν ένα σκληρό καθήκον. Πολύ συχνά πίσω από την αυστηρότητα κρύβεται η πιο γνήσια τρυφερότητα. Το σκληρό κέλυφος κρύβει μαργαριτάρι. Υπάρχει ακόμη και η περίπτωση των νέων, που από πνεύμα μοντερνισμού, θεωρούν την ευγένεια δείγμα αστικού εκφυλισμού. Σε λίγο η χειραψία και το «ευχαριστώ» θ’ ανακηρυχθούν διατηρητέα είδη. Η εκκεντρική τους εμφάνιση και η άκομψη συμπεριφορά τους, αναγκάζουν τους παλαιότερους να τους κρίνουν συχνά αυστηρά, χωρίς να ψάχνουν να βρουν τί κρύβεται από κάτω. Μήπως, λοιπόν, οι κρίσεις των παλαιών είναι όχι αυστηρές αλλ’ άδικες; Από την άλλη όμως, μήπως αυτή η ωμή ειλικρίνεια των νέων είναι σκέτη ωμότητα, που προβάλλεται ως ειλικρίνεια; Δύσκολο να δώσει απάντηση κανείς, γιατί η γενίκευση πάντα κάποιους αδικεί.
Ένα πάντως φαίνεται αδιαμφισβήτητο: το «είναι» και το «φαίνεσθαι» έχουν συναιρεθεί επικίνδυνα, προς όφελος του «φαίνεσθαι». Το «είναι» δεν έχει πια τόση σημασία. Ισχύει το τσαρουχικό: «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις». Ο άνθρωπος δε στέκεται πάντα ερευνητικός κι επιφυλακτικός σ’ ό,τι του παρουσιάζεται εκθαμβωτικό. Έτσι, ναρκισσικοί δοκησίσοφοι, μεγαλόσχημοι απατεώνες, ματαιόδοξοι κενολόγοι και απόστολοι της ουτοπίας, συχνά κερδίζουν την αναγνώριση και την επιτυχία, κάνοντας να μοιάζει με χίμαιρα ο στίχος του Παλαμά: «γείρε, αν θέλεις να υψωθείς». Ωστόσο, είναι ανάγκη να φανούμε επιφυλακτικοί, ξέροντας από πείρα πως «ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός» και πως «τα κενά δοχεία ηχούν περισσότερο» (vasa inania plurimum sonant).
Είναι χρέος να ξεπεράσουμε το προσωπικό και ν’ ανεβούμε στο υπερπροσωπικό• όχι να κατεβούμε στο απρόσωπο. Ο χαμαιλεοντισμός δε δείχνει ούτε ύφος, ούτε ήθος. Η ιανόμορφη συμπεριφορά θα μας οδηγήσει κάποτε στην πικρή διαπίστωση του Μπρεχτ: «Αυτό που ο ασβέστης μας αφάνισε, δεν ήταν πια πρόσωπο». Στις μέρες μας -που το κυνήγι του προσώπου μας μοιάζει με το κυνήγι της χαμένης Κιβωτού— προβάλλει ως ζωτικής σημασίας αίτημα να αισθανθούμε πως η ειλικρίνεια είναι η πιο ρεαλιστική στάση ζωής και πως τελικά το να ζούμε σαν θίασος σκιών δεν είναι «μια κάποια λύση». (27 Νοεμβρίου 1987)
Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄ GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997
Η επιφάνεια πιο συχνά καλύπτει παρά αποκαλύπτει. Όσο περισσότερο στίλβουσα είναι, τόσο πιθανότερο είναι να κρύβει βούρκο παρά πλούτο.
Υπάρχει ακόμη κι ο φόβος. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν κρίνουν, ούτε συγκρίνουν, κατακρίνουν. Αυτό υποχρεώνει τον άλλον άνθρωπο —που δε θέλει να εκτεθεί στα βέλη μιας κακόβουλης κριτικής— να υιοθετεί έναν τρόπο ζωής, που δεν τον εκφράζει, που παραποιεί την πραγματική του υπόσταση. Ίσως, λοιπόν οι άνθρωποι να υποκρίνονται, επειδή κρίνονται και μάλιστα όχι με τρόπο καλοπροαίρετο.
«Η υποκρισία είναι ο σεβασμός που προσφέρει η κακία στην αρετή», είχε πει ο Λούθηρος. Όποιος υποκρίνεται, στο βάθος αισθάνεται ότι προδίδει τον εαυτό του ή κάποιες αξίες. Αφού δεν μπορεί να είναι καλός, τουλάχιστον προσπαθεί να φαίνεται. Είναι κι αυτό ένας ελάχιστος φόρος τιμής στην αρετή. Αλλά δεν αρκεί. Η γνησιότητα είναι η δύναμη των γενναίων, η υποκρισία είναι η «δύναμη» των αδυνάτων ή των συμφεροντολόγων. Κι είναι θλιβερό η εντός εισαγωγικών δύναμη ν’ αποδεικνύεται δυνατότερη από την ειλικρινή και ανυπόκριτη συμπεριφορά.
Αλλ’ ο κόσμος δυστυχώς έχει μάθει να κρίνει περισσότερο με τ’ αυτιά και λιγότερο με το μυαλό. Σύμφωνα με το γνωστό μύθο του Κρυλώφ, κάποτε δυο βαρέλια κύλησαν σ’ έναν κατηφορικό δρόμο. Το γεμάτο κυλούσε αθόρυβα, ενώ το άδειο παταγούσε εκκωφαντικά. Στην εποχή μας – μια εποχή πάταγου και ιλίγγου – βρίσκει τεράστια ανταπόκριση η άποψη ότι όσο πιο ελαφρός είσαι τόσο ψηλότερα ανεβαίνεις και ότι όσο πιο εντυπωσιακό είναι το περιτύλιγμα τόσο πιο έντονο και κυρίως αποτελεσματικό είναι το θάμβος που προκαλείς. Έτσι, η συμπεριφορά συχνά καταντά επίπλαστη, συχνά καλύπτεται από μια επίφαση ευγένειας και λεπτότητας, που ρίχνει στις διαπροσωπικές σχέσεις ένα εσπέριο φως, ένα μισόφωτο που παραπλανά και δεν αφήνει τον άνθρωπο να δει τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση.
Είναι γεγονός ότι πολλές φορές ισχύει αυτό που έλεγε ο Μπυφόν: «Le styl c’ est l’homme»(=το ύφος είναι ο άνθρωπος). Ο λόγος και οι πράξεις απηχούν όλο το πνευματικό και ηθικό εποικοδόμημα του ατόμου, όταν βέβαια το ύφος εξισούται με το ήθος. Όταν όμως σήμερα τα πάντα γίνονται «προς το θεαθήναι», έχουμε χρέος ν’ αναρωτηθούμε, μήπως τελικά ο άνθρωπος κρίνεται από αυτό που υποκρίνεται. Μήπως τελικά οι τρόποι της συμπεριφοράς μοιάζουν κάποιες φορές με τα κουδούνια του παζαριού, που τα χτυπάς για να προσκαλείς τους εύπιστους —που είναι και πιο επιρρεπείς στην πλάνη — και ν’ αποσπάς ένα θαυμασμό, στο βάθος κούφιο.
Το πρότυπο του ανθρώπου της «πρώτης εντύπωσης», που τόσο έντονα «πλασάρεται» από τα συστήματα προβολής, δημιουργεί ανθρώπους, που κατασκευάζουν επιφάνειες. Ωστόσο, όπως ο σαλίγκαρος είναι αιχμάλωτος του καβουκιού του, έτσι κι αυτοί είναι αιχμάλωτοι του σκοπιμοθηρικού κομφορμισμού τους. Η φορτική ευγένεια, η μειλιχιότητα, οι περιττές φιλοφρονήσεις κρύβουν ευτελείς κόλακες, που θυμίζουν νάνους γελωτοποιούς μεσαιωνικού άρχοντα. Χρειάζεται, χωρίς αμφιβολία, μεγάλη πείρα και διεισδυτικότητα, για να δει κανείς τί κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σήμερα, που θέλει μεγάλη τέχνη να ζήσεις και πιο μεγάλη να επιζήσεις, η προσποίηση έγινε στάση ζωής. Είναι το προϊόν μιας κοινωνίας που βασίστηκε στο φόβο της αλήθειας και αγκιστρώθηκε στο ψέμα. Τα συστήματα προβολής θέλουν και θέτουν το ιδεώδες του «επιτυχημένου» ανθρώπου να θεμελιώνεται στο αξίωμα: «Πουλάω το μέσα για ν’ αγοράσω το έξω». Με την υποκρισία κερδίζει ο εξωτερικός άνθρωπος και χάνει ο εσωτερικός.
Παρασυρμένος, λοιπόν, από αυτά τα σαθρά πρότυπα, ο άνθρωπος του καιρού μας, δεν έχει καιρό να «κτίσει» πρόσωπο. Φτιάχνει έναν πλαστικό χαρακτήρα, που τον βοηθά να κρύβει τον πραγματικό εαυτό του, να φορά προσωπεία —τις περισσότερες φορές άτεχνα— και να καταντά απρόσωπος. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θεωρεί φυσικό το αφύσικο. Βιάζει τις έμφυτες, εσώτερες τάσεις του για αυθορμητισμό, ελεύθερη έκφραση και φορά την «αόρατη στολή του βασιλιά», που δεν μπορεί να κρύψει τη γυμνότητα του. Ο χρόνος είναι ο εχθρός της προσποίησης. Κάποτε κάποιο παιδικό βλέμμα -η καθαρή ματιά— θα δει και θα φωνάξει πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Και τότε ο άνθρωπος θα κριθεί από αυτό που είναι και όχι από αυτό που παριστάνει ότι είναι.
Μετά την παρουσία του Λουΐτζι Πιραντέλο ακόμη και τα θεατρικά πρόσωπα διεκδικούν το δικαίωμα να έχουν το δικό τους πρόσωπο κι όχι το πρόσωπο που τους βάζει ο συγγραφέας. Μόνο στο θέατρο της ζωής τα πρόσωπα αποδέχονται παθητικά το προσωπείο, και παύουν να είναι πρόσωπα. Γίνονται «προσωπικότητες». Συνήθως αυτή η μάσκα κρύβει σαθρότητα. Είναι καλό να δυσπιστούμε προς τους εντυπωσιακούς ανθρώπους. Αλλά και η δυσπιστία χρειάζεται μέτρο. Γιατί όπως η ευπιστία ανοίγει τη θύρα της πλάνης, έτσι και η δυσπιστία μπορεί να μας οδηγήσει σ’ εσφαλμένες εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι, που εμφανίζονται κυνικοί, για να μη δώσουν την ευχέρεια σε άλλους να τους πληγώσουν.
Υπάρχουν ακόμη και οι άνθρωποι που η θέση ή το αξίωμα, τους υποχρεώνει να θωρακίσουν ή να καταπνίξουν τους εσωτερικούς κραδασμούς, για να εκπληρώσουν ένα σκληρό καθήκον. Πολύ συχνά πίσω από την αυστηρότητα κρύβεται η πιο γνήσια τρυφερότητα. Το σκληρό κέλυφος κρύβει μαργαριτάρι. Υπάρχει ακόμη και η περίπτωση των νέων, που από πνεύμα μοντερνισμού, θεωρούν την ευγένεια δείγμα αστικού εκφυλισμού. Σε λίγο η χειραψία και το «ευχαριστώ» θ’ ανακηρυχθούν διατηρητέα είδη. Η εκκεντρική τους εμφάνιση και η άκομψη συμπεριφορά τους, αναγκάζουν τους παλαιότερους να τους κρίνουν συχνά αυστηρά, χωρίς να ψάχνουν να βρουν τί κρύβεται από κάτω. Μήπως, λοιπόν, οι κρίσεις των παλαιών είναι όχι αυστηρές αλλ’ άδικες; Από την άλλη όμως, μήπως αυτή η ωμή ειλικρίνεια των νέων είναι σκέτη ωμότητα, που προβάλλεται ως ειλικρίνεια; Δύσκολο να δώσει απάντηση κανείς, γιατί η γενίκευση πάντα κάποιους αδικεί.
Ένα πάντως φαίνεται αδιαμφισβήτητο: το «είναι» και το «φαίνεσθαι» έχουν συναιρεθεί επικίνδυνα, προς όφελος του «φαίνεσθαι». Το «είναι» δεν έχει πια τόση σημασία. Ισχύει το τσαρουχικό: «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις». Ο άνθρωπος δε στέκεται πάντα ερευνητικός κι επιφυλακτικός σ’ ό,τι του παρουσιάζεται εκθαμβωτικό. Έτσι, ναρκισσικοί δοκησίσοφοι, μεγαλόσχημοι απατεώνες, ματαιόδοξοι κενολόγοι και απόστολοι της ουτοπίας, συχνά κερδίζουν την αναγνώριση και την επιτυχία, κάνοντας να μοιάζει με χίμαιρα ο στίχος του Παλαμά: «γείρε, αν θέλεις να υψωθείς». Ωστόσο, είναι ανάγκη να φανούμε επιφυλακτικοί, ξέροντας από πείρα πως «ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός» και πως «τα κενά δοχεία ηχούν περισσότερο» (vasa inania plurimum sonant).
Είναι χρέος να ξεπεράσουμε το προσωπικό και ν’ ανεβούμε στο υπερπροσωπικό• όχι να κατεβούμε στο απρόσωπο. Ο χαμαιλεοντισμός δε δείχνει ούτε ύφος, ούτε ήθος. Η ιανόμορφη συμπεριφορά θα μας οδηγήσει κάποτε στην πικρή διαπίστωση του Μπρεχτ: «Αυτό που ο ασβέστης μας αφάνισε, δεν ήταν πια πρόσωπο». Στις μέρες μας -που το κυνήγι του προσώπου μας μοιάζει με το κυνήγι της χαμένης Κιβωτού— προβάλλει ως ζωτικής σημασίας αίτημα να αισθανθούμε πως η ειλικρίνεια είναι η πιο ρεαλιστική στάση ζωής και πως τελικά το να ζούμε σαν θίασος σκιών δεν είναι «μια κάποια λύση». (27 Νοεμβρίου 1987)
Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄ GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997