Το Φάρμακο της Συγχώρεσης
Το Φάρμακο της Συγχώρεσης Τα δοκίμασα όλα. Όλους τους τρόπους που βγάζουν στην αληθινή ζωή. Ξέρω και από θυσία και από θυσίες. Γύρεψα το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Πως μπορώ να έχω μια ζωή όπως τη θέλω, με το λιγότερο δυνατό συναισθηματικό κόστος, πλην το κόστος του χρόνου.
Αυτό δεν είναι στη συμφωνία με τους τρόπους, είναι ο χρόνος ανεξάρτητος απ’ την ευτυχία, απ’ τη δυστυχία κι όλα τα ενδιάμεσα.
Χρόνος είναι αυτό που καταφέρνει – όσο κι αν κρατάς τη ζωή γερά με τα δόντια – να σε διασχίζει και να περνάει άνετα από μέσα σου. Σε παίρνει οπωσδήποτε μαζί του, ψευδαίσθηση δεν είναι τίποτα άλλο από χρονοκαθυστέρηση, μόνο απ’ την πλευρά σου όμως.
Όμως εγώ σκέφτηκα πολύ και βαθιά, γύρεψα την αόρατη μέρα – πήρα σφουγγάρι κι έσβηνα, άρχισα να αθωώνω όλες τις μέρες απ’ την απαρχή του χρόνου.
Σκληρό πράγμα η συγχώρεση, πιο σκληρή απ’ την εκδίκηση κι οπωσδήποτε πιο δύσκολη.
Η εκδίκηση είναι εύκολη. Είναι αυτό που ως φυσικό έρχεται, το φέρνει στις πλάτες του το ζώο και το αδειάζει στην ψυχή, έχει δόντια. Τη συγχώρεση τη δίνεις εσύ. Είναι η συμμαχία σου με τον θεό, ή με του εαυτού σου το ιερό βαθούλωμά του, που κατοικείς πάλι εσύ αλλά σε μια πιο ασύλληπτη εκδοχή.
Την συγχώρεση τη στάζεις σαν φάρμακο ανάμεσα στα δύο σημεία της εκδίκησης, ανάμεσα στα δύο σημεία της πληγωμένης καρδιάς, πλαγιασμένος στο προσκεφάλι σου μια στιγμή σιγής. Π’ ανοίγει απ’ τη μία όχθη η έχθρα απ’ την άλλη ο άτακτος διωγμός, από μια θέση που δεν σε χωράει· με τη συγχώρεση επιστρέφεις στην πατρίδα, στη μητέρα γη και στον πατέρα ουρανό, ακριβώς επειδή ανοίγεις το χώρο.
Συγχώρεση είναι αυτή η υγιής κυρία που κλείνει τις υποθέσεις με το ένα χέρι κι ανοίγει άλλες, με καλύτερες δυνατότητες και προοπτικές με το άλλο χέρι. Δίχως το ένα το άλλο δεν το έχεις. Εχεις απλώς το ίδιο με άλλα πρόσωπα· σ’ αυτό που φταίει πρόσωπο βάζεις. Στη ζωή σου αλλάζεις πρόσωπα στην καρδιά σου, μα αν εκείνη δεν σου κάνει κανείς δεν σου κάνει.
Συγχώρεση είναι η συγκολλητική ουσία ανάμεσα στις όχθες, με τη συγχώρεση αποχτάς ενιαία γη κι ουρανό, αποχτάς αυτό που θα λέγαμε έναν εαυτό ικανό να ζει αρκετά απολύτως.
Με την εκδίκηση μοιράζεσαι απ’ τη θέση του «κακού», του σκοτεινού κι αδυνάτου στοιχείου που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Σπάζεις. Όλοι όσοι σε δίχασαν πήραν μαζί τους ένα κομμάτι σου, με τη συγχώρεση το παίρνεις πίσω, τους αφήνεις με άδεια χέρια, τους γελάς.
Εκδίκηση είναι ο λάθος τρόπος να παίρνεις πίσω τον εαυτό σου. Εκείνο το μερτικό του που σου ξέφυγε απ΄ τα χέρια, ένα μερτικό που στην ουσία το έδωσες εσύ σε ξένα χέρια γιατί υπήρξε λιγάκι αβάσταχτο.
Δύσκολο να συγχωρείς, όμως είναι ο μόνος τρόπος να μην ζεις με σκιάχτρα. Κι ο μόνος τρόπος να κερδίζεις μια μάχη, που αν κοιτάξεις στον πυρήνα της πάντα έχει λίγη ανοησία κι ένα παρακμιακό έπαθλο.
Ενώ αν μαζέψεις πολλά και κάνεις συλλογή… είναι σαν να γεμίζεις την καρδιά σου μαχαίρια και να κόβεις μ’ αυτά σε φέτες τον αέρα π’ ανασαίνεις.
Η εκδίκηση σε δηλητηριάζει με την υπόσχεση να σε γιατρέψει. Χρειάζεται απλά τη δύναμη να παραιτηθείς από κάτι που φωνάζει κέρδος, ενώ σε ένα πιο βαθύ επίπεδο είναι χάσιμο.
Η εκδίκηση μόνο κρατάει αιχμάλωτη μια ποσότητα χρόνου για μια μελλοντική στιγμή ικανοποίησης, ενώ αυτή την ικανοποίηση μπορείς να την έχεις πολλαπλάσια κι άμεσα με τη συγχώρεση, με μία απλή πλην δυναμική υπέρβαση κι απλώς να ασχοληθείς με κάτι άλλο – με πολλά άλλα.
Συγχωρώντας συγχωρείς τον εαυτό σου, φιλιώνεις μαζί του. Ο αποδέκτης είναι μόνο κάποιος που δεν θέλεις μέσα σου να κουβαλάς. Με τη συγχώρεση τον διαγράφεις, τον σβήνεις, ανοίγεις και καθαρίζεις το χώρο σου που γέμισε εικόνες που δεν είναι αγίων, ανοίγεις το χώρο να δεχθεί υποθέσεις που δεν είναι τρωκτικά.
Τα τρωκτικά της ψυχής απ’ το βλέμμα σου τρώνε, τρέφονται απ’ το γαλάζιο του ουρανού, καταβροχθίζουν την ορατότητα και λυμαίνονται το λευκό. Είναι το γείσο του προσώπου. Όλα μαζί φτιάχνουν μια σκιά προστασίας απ’ τον ήλιο – αλλιώς τη λένε κατάρα.
Θέλησα την αλαφριά διάθεση, την έκανα σημαία. Θέλησα να περπατώ στους αιθέρες με τη φαντασία, δίχως να έχει διαφορά με την πραγματικότητα. Πήρα το δρόμο που βγάζει στο σώμα κοντά, άνοιξα στο κέντρο του σκοταδιού μια οπή, από κει να διαφύγει το φως κι από κει να με πλησιάσει.
Δούλεψα εν μέσω καταστάσεων ανεξάρτητα του κόσμου, πλαγίως όλων των υποθέσεών του ακόμα και των δικών μου. Δούλεψα παράλληλα της ζωής μου. Ενώ ήμουν γινόμουν κατά επιθυμία, κατά γνώση και κατά θέληση.
Θέλησα να πιω νερό απ’ την πηγή, να καθρεφτιστεί η μορφή μου στα καθαρά νερά της. Έσκυψα πάνω της να ακούσω το τραγούδι μέσα απ’ τους θάμνους κι όσα την έκρυψαν. Συνέχισα να προχωρώ με την όσφρηση οσμιζόμενος κάτι που έχασα, καταθέτοντας θρήνο έναντι ζωής.
Τώρα, μετά από καιρό, αναρωτιέμαι αν πράγματι αξίζει η ζωή όλη αυτή τη φασαρία, όλους αυτούς τους εξαγνισμούς και τις δεήσεις, όλον ετούτο τον σιωπηλό αγώνα της, ετούτη τη τιτάνια κατά βάθος προσπάθεια που μπορεί καμιά φορά να ξεφεύγει από το πρόσωπο ως ένα αμυδρό χαμόγελο ή λίγη ένταση, κάποια υπερβολή ή έναν φευγαλέο θυμό, έναν λάθος έρωτα που όμως σωστά φέρθηκε, ή να σωπαίνει ως μια βαθιά λύπη και μελαγχολία·
Αν αξίζουν όλες αυτές οι νύχτες που κοιτάζει κανείς επίμονα το ταβάνι, προσπαθώντας να ανοίξει ένα παράθυρο στην οροφή, για να φτάσει μια στιγμή νωρίτερα σε έναν παράδεισο που του ξεφεύγει.
Κι η απάντηση που δίνω είναι, δεν είχα, δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω.
Εγώ είμαι, ή δεν είμαι το καλύτερό μου και το χειρότερο που θα μπορούσε στη ζωή με την γέννησή μου να μου συμβεί, δεν έχω ανταλλακτικό. Αν συνυπολογίσω και το περίπου γεγονός, πως έστω κι άθελά μου οπωσδήποτε ζω… μόνο με την απόφαση ενός ένστικτου… τότε ναι, βρίσκω νόημα και σημασία να κοιτάζω πίσω απ’ τη φλούδα ενός δέντρου τα οργανικά του στοιχεία.
Είμαι εδώ για να μάθω τι είμαι. Αλλιώς ούτε να πεθάνω θα μπορέσω, ούτε να ζω. Επίσης, ενδιάμεσα, είμαι εδώ για ένα πρωινό τσιγάρο, μια ρακί, έναν απογευματινό περίπατο, να χαίρομαι κάποια παιδιά που παίζουν στο πάρκο, να χαμογελώ μέσα απ’ το χαμόγελο ενός άλλου, και να φτιάχνω κάποιον να χαμογελάει με το χαμόγελό μου.
Επίσης είμαι εδώ για χίλια δύο μικρά όμως πολύ σημαντικά πράγματα και σίγουρα για να γράφω. Στο κάτω κάτω κι όλα να μου τα πάρεις, πάλι εγώ θα απομείνω.
Κωνσταντίνος Κόλιος
Αυτό δεν είναι στη συμφωνία με τους τρόπους, είναι ο χρόνος ανεξάρτητος απ’ την ευτυχία, απ’ τη δυστυχία κι όλα τα ενδιάμεσα.
Χρόνος είναι αυτό που καταφέρνει – όσο κι αν κρατάς τη ζωή γερά με τα δόντια – να σε διασχίζει και να περνάει άνετα από μέσα σου. Σε παίρνει οπωσδήποτε μαζί του, ψευδαίσθηση δεν είναι τίποτα άλλο από χρονοκαθυστέρηση, μόνο απ’ την πλευρά σου όμως.
Όμως εγώ σκέφτηκα πολύ και βαθιά, γύρεψα την αόρατη μέρα – πήρα σφουγγάρι κι έσβηνα, άρχισα να αθωώνω όλες τις μέρες απ’ την απαρχή του χρόνου.
Σκληρό πράγμα η συγχώρεση, πιο σκληρή απ’ την εκδίκηση κι οπωσδήποτε πιο δύσκολη.
Η εκδίκηση είναι εύκολη. Είναι αυτό που ως φυσικό έρχεται, το φέρνει στις πλάτες του το ζώο και το αδειάζει στην ψυχή, έχει δόντια. Τη συγχώρεση τη δίνεις εσύ. Είναι η συμμαχία σου με τον θεό, ή με του εαυτού σου το ιερό βαθούλωμά του, που κατοικείς πάλι εσύ αλλά σε μια πιο ασύλληπτη εκδοχή.
Την συγχώρεση τη στάζεις σαν φάρμακο ανάμεσα στα δύο σημεία της εκδίκησης, ανάμεσα στα δύο σημεία της πληγωμένης καρδιάς, πλαγιασμένος στο προσκεφάλι σου μια στιγμή σιγής. Π’ ανοίγει απ’ τη μία όχθη η έχθρα απ’ την άλλη ο άτακτος διωγμός, από μια θέση που δεν σε χωράει· με τη συγχώρεση επιστρέφεις στην πατρίδα, στη μητέρα γη και στον πατέρα ουρανό, ακριβώς επειδή ανοίγεις το χώρο.
Συγχώρεση είναι αυτή η υγιής κυρία που κλείνει τις υποθέσεις με το ένα χέρι κι ανοίγει άλλες, με καλύτερες δυνατότητες και προοπτικές με το άλλο χέρι. Δίχως το ένα το άλλο δεν το έχεις. Εχεις απλώς το ίδιο με άλλα πρόσωπα· σ’ αυτό που φταίει πρόσωπο βάζεις. Στη ζωή σου αλλάζεις πρόσωπα στην καρδιά σου, μα αν εκείνη δεν σου κάνει κανείς δεν σου κάνει.
Συγχώρεση είναι η συγκολλητική ουσία ανάμεσα στις όχθες, με τη συγχώρεση αποχτάς ενιαία γη κι ουρανό, αποχτάς αυτό που θα λέγαμε έναν εαυτό ικανό να ζει αρκετά απολύτως.
Με την εκδίκηση μοιράζεσαι απ’ τη θέση του «κακού», του σκοτεινού κι αδυνάτου στοιχείου που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Σπάζεις. Όλοι όσοι σε δίχασαν πήραν μαζί τους ένα κομμάτι σου, με τη συγχώρεση το παίρνεις πίσω, τους αφήνεις με άδεια χέρια, τους γελάς.
Εκδίκηση είναι ο λάθος τρόπος να παίρνεις πίσω τον εαυτό σου. Εκείνο το μερτικό του που σου ξέφυγε απ΄ τα χέρια, ένα μερτικό που στην ουσία το έδωσες εσύ σε ξένα χέρια γιατί υπήρξε λιγάκι αβάσταχτο.
Δύσκολο να συγχωρείς, όμως είναι ο μόνος τρόπος να μην ζεις με σκιάχτρα. Κι ο μόνος τρόπος να κερδίζεις μια μάχη, που αν κοιτάξεις στον πυρήνα της πάντα έχει λίγη ανοησία κι ένα παρακμιακό έπαθλο.
Ενώ αν μαζέψεις πολλά και κάνεις συλλογή… είναι σαν να γεμίζεις την καρδιά σου μαχαίρια και να κόβεις μ’ αυτά σε φέτες τον αέρα π’ ανασαίνεις.
Η εκδίκηση σε δηλητηριάζει με την υπόσχεση να σε γιατρέψει. Χρειάζεται απλά τη δύναμη να παραιτηθείς από κάτι που φωνάζει κέρδος, ενώ σε ένα πιο βαθύ επίπεδο είναι χάσιμο.
Η εκδίκηση μόνο κρατάει αιχμάλωτη μια ποσότητα χρόνου για μια μελλοντική στιγμή ικανοποίησης, ενώ αυτή την ικανοποίηση μπορείς να την έχεις πολλαπλάσια κι άμεσα με τη συγχώρεση, με μία απλή πλην δυναμική υπέρβαση κι απλώς να ασχοληθείς με κάτι άλλο – με πολλά άλλα.
Συγχωρώντας συγχωρείς τον εαυτό σου, φιλιώνεις μαζί του. Ο αποδέκτης είναι μόνο κάποιος που δεν θέλεις μέσα σου να κουβαλάς. Με τη συγχώρεση τον διαγράφεις, τον σβήνεις, ανοίγεις και καθαρίζεις το χώρο σου που γέμισε εικόνες που δεν είναι αγίων, ανοίγεις το χώρο να δεχθεί υποθέσεις που δεν είναι τρωκτικά.
Τα τρωκτικά της ψυχής απ’ το βλέμμα σου τρώνε, τρέφονται απ’ το γαλάζιο του ουρανού, καταβροχθίζουν την ορατότητα και λυμαίνονται το λευκό. Είναι το γείσο του προσώπου. Όλα μαζί φτιάχνουν μια σκιά προστασίας απ’ τον ήλιο – αλλιώς τη λένε κατάρα.
Θέλησα την αλαφριά διάθεση, την έκανα σημαία. Θέλησα να περπατώ στους αιθέρες με τη φαντασία, δίχως να έχει διαφορά με την πραγματικότητα. Πήρα το δρόμο που βγάζει στο σώμα κοντά, άνοιξα στο κέντρο του σκοταδιού μια οπή, από κει να διαφύγει το φως κι από κει να με πλησιάσει.
Δούλεψα εν μέσω καταστάσεων ανεξάρτητα του κόσμου, πλαγίως όλων των υποθέσεών του ακόμα και των δικών μου. Δούλεψα παράλληλα της ζωής μου. Ενώ ήμουν γινόμουν κατά επιθυμία, κατά γνώση και κατά θέληση.
Θέλησα να πιω νερό απ’ την πηγή, να καθρεφτιστεί η μορφή μου στα καθαρά νερά της. Έσκυψα πάνω της να ακούσω το τραγούδι μέσα απ’ τους θάμνους κι όσα την έκρυψαν. Συνέχισα να προχωρώ με την όσφρηση οσμιζόμενος κάτι που έχασα, καταθέτοντας θρήνο έναντι ζωής.
Τώρα, μετά από καιρό, αναρωτιέμαι αν πράγματι αξίζει η ζωή όλη αυτή τη φασαρία, όλους αυτούς τους εξαγνισμούς και τις δεήσεις, όλον ετούτο τον σιωπηλό αγώνα της, ετούτη τη τιτάνια κατά βάθος προσπάθεια που μπορεί καμιά φορά να ξεφεύγει από το πρόσωπο ως ένα αμυδρό χαμόγελο ή λίγη ένταση, κάποια υπερβολή ή έναν φευγαλέο θυμό, έναν λάθος έρωτα που όμως σωστά φέρθηκε, ή να σωπαίνει ως μια βαθιά λύπη και μελαγχολία·
Αν αξίζουν όλες αυτές οι νύχτες που κοιτάζει κανείς επίμονα το ταβάνι, προσπαθώντας να ανοίξει ένα παράθυρο στην οροφή, για να φτάσει μια στιγμή νωρίτερα σε έναν παράδεισο που του ξεφεύγει.
Κι η απάντηση που δίνω είναι, δεν είχα, δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω.
Εγώ είμαι, ή δεν είμαι το καλύτερό μου και το χειρότερο που θα μπορούσε στη ζωή με την γέννησή μου να μου συμβεί, δεν έχω ανταλλακτικό. Αν συνυπολογίσω και το περίπου γεγονός, πως έστω κι άθελά μου οπωσδήποτε ζω… μόνο με την απόφαση ενός ένστικτου… τότε ναι, βρίσκω νόημα και σημασία να κοιτάζω πίσω απ’ τη φλούδα ενός δέντρου τα οργανικά του στοιχεία.
Είμαι εδώ για να μάθω τι είμαι. Αλλιώς ούτε να πεθάνω θα μπορέσω, ούτε να ζω. Επίσης, ενδιάμεσα, είμαι εδώ για ένα πρωινό τσιγάρο, μια ρακί, έναν απογευματινό περίπατο, να χαίρομαι κάποια παιδιά που παίζουν στο πάρκο, να χαμογελώ μέσα απ’ το χαμόγελο ενός άλλου, και να φτιάχνω κάποιον να χαμογελάει με το χαμόγελό μου.
Επίσης είμαι εδώ για χίλια δύο μικρά όμως πολύ σημαντικά πράγματα και σίγουρα για να γράφω. Στο κάτω κάτω κι όλα να μου τα πάρεις, πάλι εγώ θα απομείνω.