Ο ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΡΔΙΑΣ
Αυτό το οποίο έρχεται σαν πρώτη εικόνα στο άκουσμα της λέξης διαλογισμός, τουλάχιστον σε αυτούς που εντρυφούν στο θέμα, είναι η έννοια του ελέγχου του νου. Μια νοητική διαδικασία πραγματοποιούμενη με την δύναμη της θέλησης. Ίσως αυτό να είναι η μια όψη του νομίσματος. Η όψη αυτή έχει επικρατήσει, ίσως γιατί ολόκληρος ο πολιτισμός μας επιδιώκει το επίτευγμα, τον ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις. Έτσι και ο διαλογισμός γίνεται μια ενεργητική διαδικασία επιβολής στον εαυτό μας. Αναμφισβήτητα είναι και ενεργητικός και επιβολή. Έχουν όμως οι λέξεις αυτές την νοηματική χροιά που τους δίνουμε στο πρώτο άκουσμα;
Όσοι έχουν παιδιά γνωρίζουν εκ πείρας ότι υπάρχουν φαινομενικά δύο τρόποι να επιβληθείς. Η απειλή και το ενδιαφέρον. Με την απειλή θέτει κανείς απαγορεύσεις στο παιδί, όπως θα μπορούσε αναλογικά να απαγορεύσει στον νου του να σκεφτεί κάτι, ιδίως όταν αυτό το κάτι είναι επικίνδυνο και ψυχοπαθολογικό. Τότε απαιτούνται άμεσα και σκληρά μέτρα έκτακτης ανάγκης. Δεν έχουμε καιρό για λεπτότητες. Έναν άνθρωπο που κινδυνεύει να τον χτυπήσει αυτοκίνητο τον σπρώχνουμε βίαια για να τον σώσουμε. Από εκεί και πέρα όμως η συμπεριφορά μας πρέπει να είναι εντελώς διαφορετική. Το ενδιαφέρον είναι πολύ καλύτερος τρόπος γιατί έλκουμε το παιδί σε κάτι που του αρέσει, αποτρέποντάς το από κάτι άλλο επικίνδυνο, χωρίς να χρησιμοποιήσουμε βία. Υπάρχει όμως και ένας τρίτος τρόπος, ο οποίος ίσως δεν έχει αμέσως θεαματικά αποτελέσματα αλλά δρα βαθύτερα, στα αίτια των προβλημάτων και οι αλλαγές που προκύπτουν έτσι είναι ριζικές. Ο τρίτος αυτός τρόπος είναι η αποδοχή. Είναι μεγάλη υπόθεση να αποδεχόμαστε τον άλλο έτσι όπως είναι. Σημαίνει ότι τον αγαπάμε, τον θέλουμε, τον σεβόμαστε, ακόμα και μέσα στις αδυναμίες του, που ίσως δεν μας αρέσουν καθόλου, αλλά υπάρχει βαθύτερη αποδοχή του ίδιου του ατόμου άσχετα με την συμπεριφορά του. Εμείς θέτουμε τα όριά μας για την δική μας προστασία και για την αποτροπή της αποθράσυνσης, αλλά η αίσθηση της αποδοχής, μαλακώνει τον άλλο και δεν τον θέτει σε θέση άμυνας ή επίθεσης (που είναι το ίδιο) απέναντί μας. Αντιλαμβανόμαστε όλοι μας τι ευεργετική επίδραση έχει αυτό στα παιδιά και στους ανθρώπους γενικώς. Δεν υπάρχει κατάκριση, δεν υπάρχει δημιουργία ενοχών και της αίσθησης της απαξίας.
Φαντασθείτε τώρα ότι, με το ίδιο βάθος αισθημάτων, αντιμετωπίζουμε τον νου μας κατά την διάρκεια του διαλογισμού. Θα πάψει να μας πολεμάει, γιατί σταματήσαμε να τον πολεμάμε και εμείς. Αν στην ζωή μας έχουμε «μαλακώσει» λίγο, ή αν η ίδια η ζωή μας το έχει κάνει αυτό, τότε η νοοτροπία αυτή που είναι μια συγκεκριμένη αίσθηση των πραγμάτων, εφαρμοζόμενη στον διαλογισμό θα επιτρέψει στον νου να σιγήσει.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα συγκεκριμένο εργαλείο. Δεν είναι η δύναμη της θέλησης, αλλά κάτι μάλλον «θηλυκό», τουλάχιστον σε αρκετό βαθμό. Είναι μια «αίσθηση». Το πρόβλημα με τέτοιου είδους δραστηριότητες είναι ότι επειδή δεν αναφέρονται σε νοητικές καταστάσεις δεν μπορούν εύκολα να περιγραφούν με τον λόγο. Θυμίζουν τις δυσκολίες που έχουν οι καλλιτέχνες για να περιγράψουν την έννοια της αρμονίας. Η αίσθηση όμως αυτή δημιουργείται με την καλλιέργεια της καρδιάς, της ευαισθησίας, της ικανότητας να «αφουγκραζόμαστε» τους ανθρώπους, αισθανόμενοι τις ανάγκες τους και τον πόνο τους. Όταν αφυπνιστεί η καρδιά μας και η νοημοσύνη της, τότε με το εργαλείο αυτό μπορούμε να μπούμε στην κατάσταση του διαλογισμού.
Όταν λέμε καρδιά δεν εννοούμε τον συναισθηματισμό, αλλά έναν ξεκάθαρο και «πραγματιστικό» τρόπο αντίληψης και δράσης μέσω της αίσθησης των πραγμάτων, χωρίς τίποτα το ομιχλώδες και το μυστικιστικό. Εδώ το ζήτημα επιδέχεται πολλών παρεξηγήσεων γιατί πολλοί λένε ότι δρουν με την καρδιά τους, αλλά στην πραγματικότητα είναι έρμαια κάποιων ομιχλωδών συναισθημάτων, επιρροών και εξαρτήσεων, κυρίως από το άλλο φύλο, ή ακόμη και του ίδιου του μυαλού τους που έχει μεταμφιεστεί σε καρδιά.
Αν υποθέσουμε ότι έχουμε κάπως σε λειτουργία την λεγόμενη καρδιά μας, την φωνή της βαθύτερης συνείδησής μας, τι μπορούμε να κάνουμε; Η απάντηση είναι τίποτα. Απλώς να παρακολουθήσουμε τον νου μας ολοκληρωτικά χωρίς να επεμβαίνουμε. Η παρατήρηση μέσω της αίσθησης και μέσω της αποδοχής θα τον ηρεμήσει. Θα αναπνεύσουμε τον καθαρό αέρα της κατάστασης χωρίς σύγκρουση με τον εαυτό μας, χωρίς ενοχές και χωρίς επιδιώξεις. Αφουγκραζόμαστε προσεκτικά. Δεν ονειροπολούμε, προσέχουμε. Και εδώ έρχεται το ενεργητικό στοιχείο, που είναι το απαραίτητο αντιστάθμισμα της δεκτικότητας και προσφέρει την προστασία από το βούλιαγμα σε μια αισθησιακή ονειρώδη κατάσταση, αντί της διαυγούς επίγνωσης του διαλογισμού.
Η κατάσταση της αποδοχής δημιουργεί ελευθερία σε εμάς τους ίδιους. Γιατί δεν αποδεχόμαστε κάποιον άνθρωπο; Γιατί κάτι θέλουμε από αυτόν που δεν μπορεί να μας το δώσει έτσι όπως είναι. Βάζουμε μπροστά την επιθυμία μας και περνούμε στην επίθεση μέσω της απόρριψης, προκειμένου να τον εκβιάσουμε να προσαρμοστεί σε αυτό που θέλουμε. Άρα είμαστε δέσμιοί του. Αν τον αποδεχθούμε τον αφήνουμε στην ησυχία του και ταυτόχρονα ησυχάζουμε και εμείς. Αν τώρα παρατηρούμε τον εαυτό μας θέλοντας κάτι από αυτόν, θα συγκρουστούμε μαζί του. Αν τον αποδεχθούμε με την καρδιά μας, ακόμα και αν το μυαλό μας δεν εγκρίνει πολλά χαρακτηριστικά μας, τότε είμαστε ελεύθεροι από αυτόν. Και αυτός δεν έχει λόγο να μας αντιστέκεται. Κερδίζουμε την εμπιστοσύνη του και την συνεργασία του. Και τότε αλλάζουμε χωρίς καταναγκασμούς.
Η ολοκληρωτική προσοχή είναι δυνατή μόνο όταν αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Τότε ο νους αδειάζει με φυσικό τρόπο, γιατί δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να σκέφτεται προκειμένου να μας πολεμήσει. Η ολοκληρωτική προσοχή μέσω της «ευαισθησίας» οδηγεί στην κατάσταση του διαλογισμού.